ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάλπω — έθαλψα, μτβ. 1. μεταδίνω ευχάριστη θερμότητα. 2. μτφ., περιποιούμαι κάποιον, τον περιθάλπω, τον εμψυχώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλαμπαδεύω — μεταλαμπάδεψα, μεταδίνω τη σοφία, τη γνώση στους άλλους: Μεταλαμπάδεψε τις γνώσεις του στους νεότερους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολεύω — μόλεψα, μολεύτηκα, μολεμένος, μολύνω κάποιον, μεταδίνω ασθένεια: Το παιδί κόλλησε μια αρρώστια από ένα συμμαθητή του και μόλεψε όλη την οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολύνω — μόλυνα, μολύνθηκα, μολυσμένος 1. λερώνω, βρομίζω: Μόλυνε το πάτωμα με ακαθαρσίες. 2. μεταδίνω νοσογόνα μικρόβια σε κάποιον: Μολυσμένος αέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονηματίζω — φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ. 1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια. 2. κάνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)