μεταδίνω

μεταδίνω
μετάδωσα και μετέδωσα, μεταδόθηκα, μεταδο(σ)μένος
1. δίνω σε κάποιον κάτι που έχω: Ο πατέρας μου μας μετάδωσε την αγάπη του για τη μελέτη.
2. αναφέρω σε άλλους κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, πληροφορώ: Τα νέα μεταδόθηκαν γρήγορα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλπω — έθαλψα, μτβ. 1. μεταδίνω ευχάριστη θερμότητα. 2. μτφ., περιποιούμαι κάποιον, τον περιθάλπω, τον εμψυχώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλαμπαδεύω — μεταλαμπάδεψα, μεταδίνω τη σοφία, τη γνώση στους άλλους: Μεταλαμπάδεψε τις γνώσεις του στους νεότερους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολεύω — μόλεψα, μολεύτηκα, μολεμένος, μολύνω κάποιον, μεταδίνω ασθένεια: Το παιδί κόλλησε μια αρρώστια από ένα συμμαθητή του και μόλεψε όλη την οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολύνω — μόλυνα, μολύνθηκα, μολυσμένος 1. λερώνω, βρομίζω: Μόλυνε το πάτωμα με ακαθαρσίες. 2. μεταδίνω νοσογόνα μικρόβια σε κάποιον: Μολυσμένος αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονηματίζω — φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ. 1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια. 2. κάνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”